νηκτικός

νηκτικός
-ή, -ό (Α νηκτικός, -ή, -όν) [νήκτης]
1. αυτός που μπορεί να κολυμπά ή ο ικανός και επιδέξιος στην κολύμβηση
2. αυτός που είναι χρήσιμος στην κολύμβηση, αυτός που υποβοηθεί ή συντελεί στην κολύμβηση
νεοελλ.
1. φρ. α) «νηκτική κύστη»
ζωολ. γεμάτη αέρια σπλαγχνική κύστη πολλών ακτινοπτερύγιων ιχθύων, η οποία χρησιμεύει κυρίως ως υδροστατικό όργανο
β) «νηκτικός σύνδεσμος τού ποδιού»
ανατ. σύνολο ινωδών δεσμίδων που βρίσκονται κάτω από την επιδερμίδα τού πέλματος και συνδέουν τις βάσεις τών δακτύλων
γ) «νηκτικός σύνδεσμος τού χεριού»
ανατ. σύνολο ινών που σχηματίζουν ταινία η οποία συνδέει τις βάσεις τών δακτύλων
δ) «νηκτικός υμένας»
ανατ. λεπτός υμένας ο οποίος συνδέει τους δακτύλους τών χεριών και τών ποδιών κατά την εμβρυϊκή ηλικία
ε) «νηκτικός κώδωνας»
ζωολ. κυστοειδές εξάρτημα τών σιφωνοφόρων το οποίο βρίσκεται κάτω από τον κύριο πλωτήρα και χρησιμεύει για την επίπλευση τής αποικίας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νηκτικά
ζωολ. παλαιότερη ονομασία τών στεγανόποδων πτηνών, όπως είναι οι πάπιες και οι χήνες, που είναι ικανά να επιπλέουν, να κολυμπούν, αλλά και να βυθίζονται στο νερό κατά βούληση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νηκτικός — able to swim masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηκτικός — ή, ό 1. αυτός που κολυμπά, που είναι κατάλληλος για κολύμπι: Τα νηκτικά πουλιά έχουν ανάμεσα στα δάχτυλα μεμβράνες. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., νηκτικά τάξη πουλιών που μπορούν να κολυμπούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νηκτικά — νηκτικός able to swim neut nom/voc/acc pl νηκτικά̱ , νηκτικός able to swim fem nom/voc/acc dual νηκτικά̱ , νηκτικός able to swim fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηκτικόν — νηκτικός able to swim masc acc sg νηκτικός able to swim neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηκτικώτατα — νηκτικός able to swim adverbial superl νηκτικός able to swim neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηκτικώτατον — νηκτικός able to swim masc acc superl sg νηκτικός able to swim neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηκτικούς — νηκτικός able to swim masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηκτικῆς — νηκτικός able to swim fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηκτικῇ — νηκτικός able to swim fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηκτική — νηκτικός able to swim fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”